- συνθλίβομαι
- συνθλίβομαι, συνθλίφτηκα, συνθλιμμένος βλ. πίν. 216
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
συνθλίβομαι — συνθλί̱βομαι , συνθλίβω press together pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αμφιθλώμαι — ἀμφιθλῶμαι (Α) (για τη σάρκα) συντρίβομαι, συνθλίβομαι ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + θλῶμαι. ΠΑΡ. αρχ. ἀμφίθλασμα] … Dictionary of Greek
εμπιλούμαι — ἐμπιλοῡμαι ( έομαι) (Α) συνθλίβομαι, συμπιέζομαι … Dictionary of Greek
ενθλίβω — (AM ἐνθλίβω) [θλίβω] πιέζω προς τα μέσα, κοιλαίνω κάτι με πίεση, ζουλώ μσν. 1. σπάζω, συντρίβω («τὴν κεφαλὴν ἐνθλῑψαι», Ιπποκρ.) 2. θλίβομαι, στενοχωρούμαι αρχ. παθ. συνθλίβομαι, πατιέμαι («τὸν βότρυν τὸν ἐν ταῑς ληνοῑς ἐνθλιβόμενον», Γρηγ.… … Dictionary of Greek
θλίβω — (ΑΜ θλίβω) 1. πιέζω κάτι δυνατά ώστε να ελαττωθεί ο όγκος του, συμπιέζω, σφίγγω, ζουλώ, ζουλίζω 2. στενοχωρώ, προξενώ λύπη, προκαλώ ψυχική πίεση, στενοχώρια («μέ θλίβει η στάση του») 3. (μέσ. και παθ.) θλίβομαι λυπάμαι, αισθάνομαι θλίψη,… … Dictionary of Greek
ιπώ — ἰπῶ, όω (Α) [ίπος] 1. (ιδίως σε εγχειρήσεις) καταπιέζω, συνθλίβω, συμπιέζω 2. παθ. ἰποῡμαι, όομαι πιέζομαι, συνθλίβομαι («ἰπούμενος ῥίζαισιν Αἰτναίαις ὕπο» συνθλιβόμενος, πιεζόμενος κάτω από τις ρίζες τής Αίτνας, Αισχύλ.) … Dictionary of Greek
καταλαμβάνω — (AM καταλαμβάνω) 1. γίνομαι κύριος ενός πράγματος με βίαιο τρόπο, κατακτώ (α. «ο στρατός κατέλαβε καίριες θέσεις» β. «κατέλαβε τὴν ἀκρόπολιν», Θουκ.) 2. παίρνω κάτι στην κυριότητά μου, εξουσιάζω (α. «κατέλαβε την καρδιά της» β. «κατέλαβον τὴν τοῡ … Dictionary of Greek
προσκλώμαι — άομαι, Α συντρίβομαι, συνθλίβομαι επάνω σε κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κλῶ «σπάζω»] … Dictionary of Greek
συνθλίβω — ΝΜΑ ασκώ μεγάλη πίεση σε κάτι, συμπιέζω, ζουλώ νεοελλ. σχηματίζω ζάρες σε κάτι με πίεση μσν. αρχ. (κυρίως παθ.) συνθλίβομαι (για πλήθος) συνωστίζομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + θλίβω «πιέζω, συμπιέζω»] … Dictionary of Greek
συρρήγνυμι — και συρρηγνύω ΜΑ [ῥήγνυμι / ῥηγνύω] 1. σπάζω κάτι με βίαιη σύγκρουση, συντρίβω («καὶ πρός τι τῶν βάθρων δρόμῳ φερόμενος συνέρρηξε τὴν κεφαλὴν ὡς ἀποθανούμενος», Πλούτ.) 2. παθ. συρρήγνυμαι και συρρηγνυομαι αρχίζω τη μάχη, συμπλέκομαι… … Dictionary of Greek